προπολεμῆσον

προπολεμῆσον
προπολεμέω
make war for
fut part act masc voc sg
προπολεμέω
make war for
fut part act neut nom/voc/acc sg
προπολεμέω
make war for
fut part act masc voc sg
προπολεμέω
make war for
fut part act neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προπολεμώ — έω, Α μσν. πολεμώ εναντίον κάποιου αρχ. 1. πολεμώ υπερασπιζόμενος κάποιον 2. (η μτχ. αρσ. πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ προπολεμοῡντες οι υπερασπιστές, οι πρόμαχοι μιας χώρας 3. (η μτχ. ουδ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ προπολεμοῡν το τμήμα τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”